
Ξημέρωσε, πρέπει να φύγω...
Πόσα όνειρα μπορείς να κλέψεις σε μια νύχτα...
Πόσους όρκους μπορείς να δώσεις σε μια αγκαλιά...
Με πόσα "πρέπει" να πεθάνεις το ξημέρωμα...
Ματιά θολή, άβυσσος κι έρεβος,
και ένας ψεύτης ήλιος μ' εξορίζει...
Δίψα στα χείλη τ' άχρωμα,
στο ματωμένο κόκκινο η προσμονή...
Μια αγκαλιά - λιμάνι ξενικό - μα, τόσο γνώριμο...
Κραυγή, οργή σαν κύμα ξεσηκώνεται,
δίλημμα, δάκρυ στην ψυχή μου κι αναφιλητό.
Χτυπάει γρήγορα η φλέβα στο λαιμό,
μερώνω απ' τον αναστεναγμό...
Βραδιάζει, έλα αγκάλιασε το άδειο της ψυχής μου,
ζούσα στον ίσκιο και λαχτάρησα τη θέρμη σου.
Σφίξε στα χέρια σου τ' οδυνηρό μηδέν μου,
διώξε απ' τα χείλη μου την ψύχρα του θανάτου...
Νύχτωσε, στη δίνη των μαλλιών σου στροβιλίζομαι...
Φάρος, κορμί σμιλεύει την ψυχή μου.
Ύστατη ανάσα κουρσεύω αχόρταγα...
Έρωτας; Θάνατος; Δεν ξέρω...
Τέλος χωρίς αρχή, παρόν σε μια αιώρηση...