...Όλοι κάποτε ευχόμαστε να ζήσουμε το "Γελαστό απόγευμα" που 'ναι χαμένο
κάπου στα εφηβικά μας όνειρα...
Άλλοι το βρήκαμε κι άλλοι δυστυχώς όχι...
Είμαστε εδώ για να μοιραστούμε τις σκέψεις μας , απλά , ειλικρινά ,

έστω στο χρόνο τ' απογευματινού
μας καφέ...
Ν' ανταλλάξουμε απόψεις...
Να επικοινωνήσουμε έστω...
Ελεύθερα , εχέμυθα κι ανώνυμα αν προτιμάτε...

Καλώς ήλθατε στο "Γελαστό απόγευμα"

Στέλιος



Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Γελαστός και Πειραιώτης...



Θυμάμαι σαν τώρα τα παιδικά μου χρόνια στον Πειραιά,
στη Χαραυγή που μεγάλωσα...
Πιτσιρικάκια αλητεύαμε στα σοκάκια ώσπου να πέσει ο ήλιος...
Χαζεύαμε έξω απ' τα καφενεία και τα καπηλειά,
πηγαίναμε ν' αγοράσουμε τσιγάρα όταν μας έστελνε κανένας
και όταν μας χάριζε τα ρέστα αγοράζαμε διάφορα μπινελίκια,
ζαχαρωτά της εποχής...
Αν κάπου, έξω από κάνα κουτούκι έπιανε τ' αυτί μας καμμιά πενιά
στεκόμασταν και χαζεύαμε τους βαρελόφρωνες
να τραγουδάνε στο τσακίρ κέφι...
Χαρακτήρες ντόμπροι, ατόφιες φιγούρες, γνήσιες,
βγαλμένες λες από ρεμπέτικη ταινία.
Μάτια κόκκινα, πνιγμένα στο αλκοόλ και το παράπονο,
έχοντας ζήσει προσφυγιά, πόλεμο, χούντα, φτώχεια, ξεριζωμό...
Ο 'σχωρεμένος ο Μένιος, ο Μπάμπης ο Καραμπούρμπας,
ο πάντα μοναχικός και λιγομίλητος κυρ- Ευρίπης...
Χέρια τραχιά, απ' τα νταμάρια που δούλευαν, μπάσες φωνές,
μα σαν πιάνανε το τραγούδι, το λιγότερο που τους έμελλε
ήταν τα φάλτσα κι οι ορθοφωνίες...
Τραγουδούσαν το μεροκάματο, την προσφυγιά, την καψούρα
και τον πόνο, τη ζωή και το θάνατο...
Τραγουδούσαν τη μποέμ ζωή που δεν έζησαν αφού ήταν πολύ
για να πάνε ως το Πέραμα ή τα Ταμπούρια ν' ακούσουνε
τον Τσαουσάκη ή τον Παπαϊωάννου
πριν πάει στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές.
Στο "υποβρύχιο", ένα μαγαζί στα Ταμπούρια,
μες τη μάντρα του Χρυσοστομίδη,
τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης και μετά πέρασε κι ο Μητσάκης από κει.
Κι η Πόλυ Πάνου ακολούθησε το ίδιο δρομολόι, Πέραμα-Ταμπούρια.
Ο Τσιτσάνης με τη Δούκισσα στου Μαργωμένου στις Τζιτζιφιές,
ο Καζαντζίδης κι η Μοσχολιού στου Τζαφέρη,
ο Ζαμπέτας στο Αιγάλεω στη Λουζιτάνια,
κι ο Περπινιάδης στο δικό του στου "Στελλάκη" στο Χαϊδάρι
που πέρασαν κι από κει ουκ ολίγοι...
Δε θα παραλείψω ν' αναφέρω και το μαγαζί του Μάρκου
στ' Άσπρα Χώματα στην Κοκκινιά.

Η παρέα μας λοιπόν μαζευόταν στου Κώστα του "Ξεροσφύρη",
ένα οινοπωλείο του οποίου η άδεια λειτουργίας
προέβλεπε μόνο ένα τραπέζι
(προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του μαγαζιού).


Η άδεια όμως δεν όριζε διαστάσεις του τραπεζιού κι έτσι
ο 'σχωρεμένος ο Κώστας είχε φτιάξει ένα τραπέζι σχεδόν 10τ.μ!!!
Γύρω απ' αυτό συνεστιάζονταν λοιπόν όλοι οι εκλεκτοί καλεσμένοι
έχοντας φέρει μαζί τους και το μεζέ τους:
1 δίφραγκο ελιές, 1 δίφραγκο τυρί κι ένα καρβέλι ψωμί.
Υπήρχαν και μέρες που η παρέα κανόνιζε ρεφενέ και κάνα
γκιουβετσάκι (με κατεψυγμένη γίδα)...
Έτσι ή αλλιώς το κρασάκι έρεε άφθονο και τα κερασμένα
μισόκιλα ή οι πεντοκαδούσες παρατάσσονταν "σαν στρατιωτάκια"
κατά τα λεγόμενα του Μένιου...

Τα χρόνια πέρασαν, του "Ξεροσφύρη" τώρα πια είναι κομμωτήριο,
οι μάγκες έφυγαν για τον άλλο κόσμο κι έμειναν μόνο οι
αναμνήσεις κι οι μπερκετιές από κείνες τις μέρες...
Εγώ μετανάστευσα στ' Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς
30 μέτρα πιο πέρα απ' του Βαμβακάρη,



αγοράζοντας ένα πέτρινο προσφυγικό του '25,
αδερφομοιρασιές των παππούδων της συζύγου.
Έχτισα πάνω απ' το παλιό ισόγειο χωρίς να το αλλοιώσω καθόλου,
με την ελπίδα πως κάποτε θα μπορέσω να το αναπαλαιώσω.
Ως τα τώρα το 'χω έτσι, σαν στέκι για φίλους, για κάνα ποτήρι
παρέα μ' ένα μπουζουκάκι του '50 φτιαγμένο στου Μουρατίδη.
Κάτι σαν το λιμανίσιο καπηλειό ένα πράγμα!!!


Εδώ λοιπόν ο παλιός Πειραιάς παίρνει τις τελευταίες του ανάσες,
πνιγμένος απ' την ανοικοδόμηση, την γκετοποίηση από ξενόφερτους,
τη λήθη των παλιών και την άγνοια των νέων...